αψύχωτος — η, ο [ψυχώνω] αυτός που δεν έχει ψυχή, ο δειλός … Dictionary of Greek
αψύχωτος — η, ο αυτός που δεν είναι ψυχωμένος, ο δειλός, ο άβουλος: Αψύχωτους στο λόχο μας δεν είχαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)